αμεθερμήνευτος

αμεθερμήνευτος
-η, -ο [μεθερμηνεύω]
αυτός που δεν ερμηνεύεται, δεν μεταφράζεται ή αυτός που δεν μπορεί να ερμηνευθεί, να μεταγλωττιστεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”